- αποτυχης
- ἀποτυχήςἀπο-τῠχής2неудачливый
ἐπιτυχέστερος καὴ ἀποτυχέστερός τινος Plat. — более или менее счастливый в достижении чего-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπιτυχέστερος καὴ ἀποτυχέστερός τινος Plat. — более или менее счастливый в достижении чего-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποτυχής — ἀποτυχής, ές (Α) [αποτυγχάνω] αυτός που σφάλλει … Dictionary of Greek
ἀποτυχής — missing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτύχῃς — ἀποτυγχάνω fail in hitting aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχεῖσι — ἀποτυχής missing masc/fem/neut dat pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχέστερος — ἀποτυχής missing masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχῶν — ἀποτυχής missing masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτύχηις — ἀποτύχῃς , ἀποτυγχάνω fail in hitting aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτυχία — η (AM ἀποτυχία) [αποτυχής] ανεπιτυχής έκβαση προσπάθειας αρχ. μσν. κακή ή δυσμενής τύχη, ατυχία … Dictionary of Greek